τερπικέραυνος
Ilme
Vanakreeka
[muuda]Omadussõna
τερπικέραυνος
[τερπῐκέραυνος] (terpikéraunos)
- (eepikas) välgurõõmustaja, välkudeheitja (Zeusi epiteet)
Vormid
[muuda]Teine käändkond.
- genitiiv: τερπικεραύνου / τερπικεραυνοῖο / τερπικεραύνοιο / τερπικεραυνόο / τερπικεραύνοο
- daativ: τερπικεραύνῳ
- akusatiiv: τερπικέραυνον
- vokatiiv: τερπικέραυνε
Hääldus
[muuda]- (5. sajand eKr Atika) IPA: /ter.pi.ké.rau̯.nos/